-πουλο

-πουλο
ΝΜ
κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. -πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό-πουλο, ορνιθό-πουλο), στη συνέχεια, όμως, χρησιμοποιήθηκε και για τα νεογνά ζώων ή ψαριών (πρβλ. γουρουνό-πουλο, κεφαλό-πουλο). Από τις χρήσεις αυτές η κατάλ. -πουλο επεκτάθηκε και σε λ. που δηλώνουν γενικότερα κάτι μικρό, είτε αντικείμενο (πρβλ. σπιτό-πουλο) είτε πρόσωπο (πρβλ. βασιλό-πουλο, κοριτσό-πουλο).Παραδείγματα λ. σε -πουλο: αγγελόπουλο, αετόπουλο, αηδονόπουλο, αλεπόπουλο, αλογόπουλο, αραπόπουλο, αρκουδόπουλο, αρνόπουλο, αρχοντόπουλο, βασιλόπουλο, βλαχόπουλο, βοσκόπουλο, γαλόπουλο, γειτονόπουλο, γερακόπουλο, γουρουνόπουλο, γυφτόπουλο, δασκαλόπουλο, διαβολόπουλο, ελαφόπουλο, ελληνόπουλο, επαρχιωτόπουλο, εργατόπουλο, ζητιανόπουλο, καπετανόπουλο, κεφαλόπουλο, κλεφτόπουλο, κλωσσόπουλο, κοριτσόπουλο, κοτόπουλο, κυπαρισσόπουλο, λαγόπουλο, λαφόπουλο, λιονταρόπουλο, λυκόπουλο, μαστορόπουλο, μελισσόπουλο, ναυτόπουλο, νεραϊδόπουλο, νησιωτόπουλο, ορνιθόπουλο, παιδόπουλο, παληκαρόπουλο, παπαδόπουλο, περδικόπουλο, πριγκιπόπουλο, προσφυγόπουλο, ραφτόπουλο, ρηγόπουλο, ρωμιόπουλο, σκλαβόπουλο, σκολειαρόπουλο, σπιτόπουλο, τραγόπουλο, τσελιγκόπουλο, τσοπανόπουλο, χασαπόπουλο, χηνόπουλο, χωριατόπουλο, ψαρόπουλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερωτόπουλο — το (Μ ἐρωτόπουλον) [έρως] μικρός έρωτας, ερωτιδέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πουλο, που έχει την σημ. «μικρό παιδί», ουδ. τής κατάλ. πουλος < λατ. pullus «νεοσσός» (πρβλ. βασιλό πουλο, ελληνό πουλο κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ευγενικόπουλον — εὐγενικόπουλον, τὸ (Μ) παιδί ευγενών, αρχοντόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενικός + πουλο( ν) (πρβλ. αρχοντό πουλο, ελληνό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • καβαλαρόπουλο — καβαλαρόπουλο, τὸ (Μ) μικρός ιππότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβαλάρης + πουλο (< λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. αρχοντό πουλο, βασιλό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • καλφόπουλο — το (υποκορ. τού κάλφας) μικρός κάλφας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλφας + πουλο (< λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. αρχοντό πουλο, βασιλό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κανισκιόπουλο — κανισκιόπουλο(ν), τὸ (Μ) μικρό κάνιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανίσκιον + κατάλ. πουλο (πρβλ. κυπαρισσό πουλο, σπιτό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • καραβόπουλο(ν) — καραβόπουλο(ν), τὸ (Μ) μικρό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + υποκορ. κατάλ. πουλο(ν) (< λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. βασιλό πουλο, κοτό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • καστελόπουλο — καστελλόπουλο, τὸ (Μ) μικρό φρούριο, κάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστελος + υποκορ. κατάλ. πουλο* (πρβλ. βασιλό πουλο, μελισσό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόπουλο — το μικρός κέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πουλο* (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»), πρβλ. αϊτό πουλο, ορνιθό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτόπουλο — το, θηλ. κλεφτοπούλα (επί τουρκοκρατίας) νεαρός κλέφτης που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές καπετάνιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + πουλο (πρβλ. αρχοντό πουλο, βασιλό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • κοκορόπουλο — το υποκορ. τού κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + πουλο (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός, πῶλος»), πρβλ. αϊτό πουλο, κοτό πουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”